γαλατάδικο

γαλατάδικο
το
το γαλακτοπωλείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαλατάδικο — το το μαγαζί που σερβίρει ή πουλά γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα: Φάγαμε γιαούρτι με μέλι στο γαλατάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδικο — κατάλ. ουσιαστικών που δηλώνουν επαγγελματικό χώρο, κατάστημα, π.χ. γαλατ άδικο, βενζιν άδικο, τσαγγαρ άδικο, μαρμαρ άδικο κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής καταλήξεως ικο από την κατάλ. τού πληθ. άδες (Ι) τών ουσ. σε ας, π.χ. γαλατάς γαλατάδες,… …   Dictionary of Greek

  • βουτυράδικο — το εργαστήριο όπου παρασκευάζεται ή κατάστημα όπου πουλιέται βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυράδες (πληθ. του ουσ. βουτυράς) + (κατάλ.) ικο (πρβλ. γαλατάδικο)] …   Dictionary of Greek

  • γαλατοπωλείο — το το γαλατάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”